φωνήεν

φωνήεν
-εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ
1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.)
2. φρ. α) «μακρά φωνήεντα»
γραμμ. φωνήεντα μακρότερης διάρκειας, τα η και ω
β) «βραχέα φωνήεντα»
γραμμ. φωνήεντα βραχύτερης διάρκειας, τών οποίων η προφορά διαρκεί λιγότερο, τα ε και ο
γ) «δίχρονα φωνήεντα»
γραμμ. φωνήεντα με δύο προσωδιακούς χρόνους, άλλοτε μακρόχρονα και άλλοτε βραχύχρονα, τα α, ι και υ
νεοελλ.
φρ. α) «ανοιχτό φωνήεν» — το φωνήεν α
β) «ενδιάμεσα ή ημιάνοικτα φωνήεντα» — τα φωνήεντα ε και ο
γ) «κλειστά φωνήεντα» — τα φωνήεντα ι και υ
δ) «πρόσθια φωνήεντα» — τα φωνήεντα ι και ε
ε) «οπίσθια φωνήεντα» — τα φωνήεντα υ και ο
στ) «κεντρικό φωνήεν» — το φωνήεν α
ζ) «στρογγύλα φωνήεντα» — τα φωνήεντα ο και υ
η) «μη στρογγύλα φωνήεντα» — τα φωνήεντα ε και ι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. φωνήεις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωνήεν — το ντος, πληθ. ντα, φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του (σε αντίθεση με τα σύμφωνα): Τα φωνήεντα είναι εφτά α, ε, η, ι, ο, υ, ω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνῆεν — φωνήεις endowed with speech masc voc sg (doric) φωνήεις endowed with speech neut nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”